τσινιάρης

τσινιάρης
α, ικο , τσινιάρικος, η , ο
1) брыкливый; 2) перен. раздражительный, вспыльчивый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τσινιάρης" в других словарях:

  • τσινιάρης, -α, -ικο — 1. (για ζώα), που με το παραμικρό κλοτσάει, ο κλοτσιάρης, κλοτσιάρικος. 2. (για ανθρώπους), μτφ., οξύθυμος, ευερέθιστος, αψύς: Πας να του πεις κάτι και θυμώνει· είναι τσινιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσινιάρης — ο, θηλ. τσινιάρα, Ν 1. (για υποζύγιο) αυτός που κλοτσάει με το παραμικρό 2. μτφ. (για πρόσ.) ευέξαπτος, ευερέθιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσινιά + κατάλ. ιάρης (πρβλ. γκριν ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • τσινιάρικος — η, ο, Ν [τσινιάρης] τσινιάρης …   Dictionary of Greek

  • λακτιστής — ο (Α λακτιστής) [λακτίζω] (για ζώο) αυτός που έχει τη συνήθεια ή την ιδιότητα να κλοτσά ή να ποδοπατά, τσινιάρης αρχ. φρ. «ληνοῡ λακτιστής» αυτός που πατάει σταφύλια στο πατητήρι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»